- περιθάλψει
- περί-θάλπωheataor subj act 3rd sg (epic)περί-θάλπωheatfut ind mid 2nd sgπερί-θάλπωheatfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παύλα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί στον ίδιο τόπο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λουκιλλιανός, τον οποίο είχε περιθάλψει και βοηθήσει. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου, μαζί με εκείνην του Λουκιλλιανού. Η Π. καταγόταν από τη… … Dictionary of Greek
Αλκινόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη που είχε περιθάλψει τον Δία όταν ήταν βρέφος. 2. Κόρη του Πολύβου από την Κόρινθο και σύζυγος του Αμφίωνα. Η Αθηνά την τιμώρησε, επειδή δεν πλήρωσε σε μια υφάντρια τον μισθό που είχε συμφωνήσει. Μέσα στην… … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
Σπέε, Φρήντριχ φον- — (Spee). Γερμανός θρησκευτικός ποιητής και συγγραφέας (1591 1635). Διετέλεσε καθηγητής και ιεροκήρυκας και το 1610 εντάχθηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Ανέπτυξε αξιόλογη φιλανθρωπική δράση και λέγεται μάλιστα ότι πέθανε από τη κούραση, στην… … Dictionary of Greek